Φιλοκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Φιλοκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Φιλοκράτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοκράτει — Φιλοκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φιλοκράτεϊ , Φιλοκράτης masc dat sg (epic ionic) Φιλοκράτης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοκράτη — Φιλοκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Φιλοκράτης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Филократ — (Φιλοκράτης, Philocrates) 1) афинянин, сын Эфиальта; в 390 г. был предводителем флота, который должен был отплыть в Кипр для поддержки Эвагора, но был захвачен спартанским навархом Телевтием. 2) Один из сикофантов, нападавших на Демосфена после… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Φιλοκράτεος — Φιλοκράτης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοκράτην — Φιλοκράτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοκράτους — Φιλοκράτης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλόκρατες — Φιλοκράτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИЛОКРАТ — • Philocrătes, Φιλοκράτης, 1. сын Эфиальта из Афин, начальник флота, посланного на помощь Евагору Кипрскому, но перехваченного спартанцами. Хеn. Hell. 4, 8, 24; 2. Φ. из Элевсина, один из обвинителей Демосфена и… … Реальный словарь классических древностей
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek